- σεξαπίλ
- το, Νάκλ. ερωτική έλξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sex appeal «έλξη τού φύλου» (βλ. λ. σεξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεξαπίλ — το (λ. αγγλ.), άκλ., ερωτική έλξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)